Ο Γιάννης Μάντσης και η ομάδα Paracoon μιλούν στο GO-OUT για το «Πεθαίνω σα χώρα»

Πατήστε εδώ για να δείτε το άρθρο που δημοσίευσε το «GO OUT»  ή διαβάστε το παρακάτω:

Γράφτηκε από Τάσος Μισιακός

 

«Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα… Εγώ δε θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμ’ αυτή η χώρα.» Κι όμως το έργο «Πεθαίνω σα Χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, παρ’ ότι εκδόθηκε το μακρινό 1978, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Ο λόγος του είναι καίριος και διαχρονικός, τραγικά προφητικός!

Κύριε Μάντση, το έργο «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, που σκηνοθετείτε στο θέατρο Olvio (σε συνδυασμό με την «Ανάθεση» του ιδίου) αποτελεί ένα από τα εμβληματικότερα έργα της νεοελληνικής γραφής. Έχουν υπάρξει αρκετές θεατρικές αναγνώσεις του. Τι σας ώθησε να παρουσιάσετε άλλη μία;

Η σύγχρονη πραγματικότητα η οποία, για να εκφραστεί πλέον, επιτάσσει μόνον μία γλώσσα πυκνή και μεστή σε αλήθειες, όπως αυτή του Δημήτρη Δημητριάδη.

Εισάγετε, για πρώτη φορά, στα δρώμενα το χορευτικό στοιχείο. Με ποιο σκεπτικό;

Η όποια μεγάλη αλήθεια όταν μάλιστα διατυπώνεται απροκάλυπτα, είναι δύσφορη και δύσπεπτη. Εάν εμείς δεν φροντίσουμε να αναδείξουμε ή εν τέλει να της προσδώσουμε στοιχεία ποίησης, δεν κοινωνείται.

Παρακολουθώντας την παράσταση, διαπιστώνουμε την ύπαρξη του τριπτύχου: θέατρο, χορός, πολιτική, το οποίο δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα. Δώσατε περισσότερη έμφαση σε κάποια από αυτές τις συνιστώσες;

Η συνιστώσα είναι μόνον μία, το θέατρο. Το θέατρο αγκαλιάζει την ίδια την ζωή και υπόσχεται ζωή. Είναι το βήμα από το οποίο εκφέρεις απόψεις, θέσεις, πιστεύω. Είναι ο χώρος όπου η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά λόγο και αιτία ζωής. Χορός, πολιτική κ.α είναι απλώς κάποια από τα εργαλεία του.

«Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε;» αναφέρεται στη ροή του βίαιου και απελπισμένου γυναικείου μονόλογου. Βλέπετε ομοιότητες με τη σημερινή πραγματικότητα;

Δυστυχώς, το «Πεθαίνω σα Χώρα» είναι τρομερά επίκαιρο έργο. Το συγκεκριμένο απόσπασμα, αφορά στην κραυγή μιας στείρας γυναίκας. Τέτοιες ακούμε πλέον πολλές καθημερινά γύρω μας, και εκφράζονται άλλοτε με φωνητική αδρότητα άλλοτε με ψυχικό πνίξιμο και άλλοτε με σπασμούς και σπαρτάρισμα. Όχι, «δεν θα γλιτώσουμε», δηλαδή όσο και να παράγουμε άρνηση, θα το ζήσουμε όλο και θα ξαναρχίσουμε από τη αρχή. Έτσι πορευτήκαμε ως είδος μέχρι σήμερα, και έτσι θα συνεχίσουμε. Κάθε ατομική κραυγή δεν θα ακούγεται.

Αρκετές φορές, ηθοποιοί και χορευτές παρελαύνουν στη σκηνή κρατώντας δαιμονικά στα χέρια τους αναμμένους πυρσούς. Με την κορύφωση του δράματος αυτοί πολλαπλασιάζονται. Τι θέλετε να συμβολίσετε με αυτήν την κίνηση;

Πίσω από κάθε μικρή η μεγάλη ιστορία, υπάρχουν ανθρώπινες ψυχές, που ψάχνουν άλλοτε απεγνωσμένα και άλλοτε θυμωμένα ψάχνουν να βρουν διέξοδο από την φυλακή στην οποία περιήλθαν. Ψυχές που μοιάζουν με περιφερόμενες φλόγες.

Έχετε ενσωματώσει στο έργο και μερικές προκλητικές σκηνές (συνουσία ανθρώπων με αντικείμενα, φιλιά μεταξύ ομοφύλων, pop παλιμπαιδισμοί). Εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου πλάνου ή συνειδητό προβοκάρισμα ενός πιο συντηρητικού κοινού;

Δεν γνωρίζω. Εμείς ακολουθούμε τις ανάγκες του κειμένου. Δεν θα μπορούσαμε να λέμε ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα από αυτά που το ίδιο το έργο λέει.

Ποιοί είναι πιο δεκτικοί στα σκηνοθετικά σας κελεύσματα, οι ηθοποιοί ή οι χορευτές;

Η δεκτικότητα δεν τίθεται τόσο στην βάση της καλλιτεχνικής ιδιότητας (ηθοποιός, χορευτής), όσο στις σχέσεις που έχουν ήδη διαμορφωθεί μεταξύ μας, μετά από συνειδητή φροντίδα και δουλειά πάνω σ΄ αυτό. Παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, η ομάδα – μετά από 6 χρόνια λειτουργίας –  κατάφερε δικαιωματικά αλλά πρωτίστως φυσικά, να αλληλεπιδρά για έναν κοινό στόχο.

Ανεβάζετε ένα καθαρά πολιτικό έργο με ανθρωπιστικές προεκτάσεις, ενώ ταυτόχρονα σε κάθε παράστασή σας έχετε δωρεάν είσοδο για τους άνεργους συμπολίτες μας.
Αντιμετωπίζετε την τέχνη και ως πολιτικό υποκείμενο;

Η τέχνη είναι και πολιτικό υποκείμενο, όπως έχει δείξει και η ιστορία άλλωστε και συνήθως προφητικό.

Η ομάδα Paracoon είναι μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα καλλιτεχνών, η οποία δραστηριοποιείται σε ποικίλα πολιτιστικά πεδία. Ποιοι λόγοι οδήγησαν στη δημιουργία της και ποια τα μελλοντικά της σχέδια;

Είχαμε ανάγκη να αποστασιοποιηθούμε από το όποιο δεκανίκι ενός στείρου και παρακμιακού κράτους και να οργανωθούμε μόνοι με όχημα και πρόσχημα την Τέχνη, προς μία κατεύθυνση που θα υποσχόταν μέσω της συλλογικότητας, την άνθηση της ομορφιάς της ζωής και την ενδυνάμωση του δημιουργικού χαρακτήρα της.

Είμαστε μια ανοικτή καλλιτεχνική κοινότητα επομένως επενδύοντας συνεχώς στη γνώση και στη σύμπραξη με άλλους καλλιτέχνες – ομάδες (εντός και εκτός συνόρων) στοχεύουμε στην εξέλιξη μέσω της αλληλεπίδρασης και έμπνευσης.

Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.
Και μείς για την καλή σας διάθεση. Σας περιμένουμε να σας γνωρίσουμε από κοντά στο Κυριακάτικο παιχνίδι μας .

«Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή.»